- χωλοκραβ(β)άτιον
- τὸ, Α [χωλοκράββατον]φορείο για τη μεταφορά ανθρώπου που δεν μπορεί να περπατήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωλοκράββατον — τὸ, Α το χωλοκραβ (β)άτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + κράββατος «κρεβάτι»] … Dictionary of Greek